Κυριακή 16 Ιανουαρίου 2011

100 Χρόνια Παπαδιαμάντης


Πολύ καλή η δημοσίευση άρθρων στο φύλλο της 16/1/2011 της "Καθημερινής" για το μεγάλο πατέρα των Γραμμάτων. Ενδεικτικό το ακόλουθο του φίλου Ν. Ξυδάκη:
Ζωή σαν ηθογραφία
Νίκος Γ. Ξυδάκης

Είχα την τύχη να ακούσω Παπαδιαμάντη στο εξατάξιο γυμνάσιο και να διδαχθώ καθαρεύουσα και αρχαία. Δεν λάτρευα τα εις -μι ρήματα, αλλά τα διηγήματα του Σκιαθίτη-Αθηναίου έφερναν ρίγη ακατανόητα στην εφηβική ψυχή, σχεδόν ισοδυνάμως με τον Καρυωτάκη και το ροκ. Εκτοτε επιστρέφω συχνά. Αλλιώς. Διαρκώς.

Με τον καιρό, βυθίστηκα στην πρόζα του, τη μουρμουριστή και εμμελή, ακολούθησα το βλέμμα του πάνω στους ανθρώπους, το βλέμμα του που χαϊδεύει εταστικά λοφίσκους και γραΐδια, τον τρόπο με τον οποίο ιχνογραφεί απαλά το κοινό και το κύριο, εισέπνευσα το ψυχικό άρωμα της ακατακρισίας, της συμπόνιας, της συχώρεσης, της αγάπης. Με τον καιρό, άρχισα να σκέφτομαι ότι ο Παπαδιαμάντης μάς έμαθε να βλέπουμε τον τόπο που ζούμε, τον τρόπο που ζούμε, ανθρώπους αντινομικούς, παλαιούς, παράφορους, αλλοπρόσαλλους, δαιμονισμένους και άγιους, σοφούς, ανθρώπους που ζουν τη ζωή σαν ηθογραφία διάστικτη από ποταπότητα και μεγαλείο. Με τον καιρό, ένιωσα ότι ο Παπαδιαμάντης έβαλε στο ορατό φάσμα τον κόσμο μας με τρόπο συναρπαστικό και δυσχερή, τέτοιο που απαιτεί από τον αναγνώστη ένα ορισμένο ήθος, άσκηση, κόπο. Και, παραδόξως, ανεξιθρησκεία: ο ορθόδοξος και Ελλην Παπαδιαμάντης μάς ιστορεί σαν μείγματα φωνών και δοξασιών, σαν γοητευμένους από το νάι φερέοικου δερβίση, σαν συνδαιτυμόνες του δόκτορος Βουντ, σαν τον αντινομικό Κερκυραίο μπαρμπα-Πύπη, βαφτισμένο καθολικό μα πολέμιο του Πάπα, γαλουχημένο Δυτικό μα πολέμιο των Αγγλων, όστις τα «πατερμά του ήξευρε ρωμέικα» και τάμα είχε να κατεβαίνει πεζός ώς τον Πειραιά για την Ανάσταση.

Καθώς μας ιστορεί, μας διδάσκει· μάλλον, μας υποβάλλει αβίαστα να μας βλέπουμε πραγματικά, ένυλα, ιστορικά και ταυτοχρόνως να μας φανταζόμαστε υπέρτερους, να προβάλλουμε την αλήθεια μας πέραν του χαμηλού μας βίου, στον απέραντο γλαυκό ορίζοντα του πελάγους. Ακούγοντας τη σιγαλή, ψαλτική του πρόζα, μινύρισμα τρυγόνος και δοξολογία κορυδαλλού, μάθαμε να διακρίνουμε τη βαθύτερη ουσία των καταγωγικών ιχνών: ξωμάχοι, εργατικοί, μικροαστοί, τυχοδιώκτες, πλάνητες, αλαφροΐσκιωτοι, αγυιόπαιδες, αναδύθηκαν μπρος τα μάτια μας, έγιναν ορατοί, κι ήταν οι δικοί μας άνθρωποι, γονείς και γείτονες· καδραρισμένοι σε τοπία ξάφνου ορατά, φωτισμένα αλλιώς, τοπία που έμεναν αθέατα, ασυναίσθητα - ελαιώνες, ακρωτήρια, λιμάνια, κρασοπουλιά, καφενεία, τελωνεία, λοιμοκαθαρτήρια, μαχαλάδες, περιβόλια, αμπέλια, λαγκάδια, ναΐσκοι, αρσανάδες... Κι ήταν ο δικός μας κόσμος, τόσο σύνθετος, τόσο πλούσιος, όσο ο κόσμος του Μπαλζάκ, του Φλωμπέρ, του Τσέχωφ, του Ντοστογιέφσκι. Κόσμος που αξίζει να ζεις και να τον παλεύεις, χωρίς βαρυγκώμιες και συμπλέγματα, κόσμος φιλόσοφος και αναστοχαστικός. Χωρίς εκβιασμένα ηθικά διδάγματα, αλλά με βαθιά ενσυναίσθηση: «Ο γερο-Φραγκούλης επίστευε και έκλαιεν... Ω, ναι, ήτον άνθρωπος ασθενής· ηγάπα και ημάρτανε και μετενόει...».

Πέμπτη 6 Ιανουαρίου 2011

ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ ΣΕ ΜΙΑ ΞΕΧΑΣΜΕΝΗ ΓΩΝΙΑ

Τα Αγια Θεοφάνια του Σωτήρος Χριστού, μεγάλη εορτή της Ορθοδοξίας – ο Αγιασμός των Υδάτων, έθιμα, παράδοση με τη σημασία τους...


Φως εκ φωτός... Παιχνίδι του φακού ή μήπως το άνοιγμα της φωτεινής αυλαίας του ουρανού για τη σημερινή μεγάλη εορτή της Ορθοδοξίας... Αριστερά η γέφυρα του Κηφισού, δεξιά ο Σαρωνικός (φωτο Ελένη Μπίστικα, 2011).
Tης Eλενης Mπιστικα

Αγιαστούρα που τους χρειάζεται, των καλικαντζαραίων, όποιοι κι αν είναι αυτοί! Μ’ αυτή τη νότα επικαιρότητας θα γιορτάσουμε από τη στήλη, κι εφέτος, τα Θεοφάνια, ανατρέχοντας, όπως κάθε χρόνο, στα σοφά βιβλία του καθηγητού της Λαογραφίας, αείμνηστου Δημ. Σ. Λουκάτου, από τη σειρά «Λαογραφία - Παράδοση» των Εκδόσεων Φιλιππότη. Σε περίοπτη θέση στη βιβλιοθήκη περιμένουν ν’ αναζητήσουμε τα έθιμα και τις παραδόσεις της Ελλάδας, στην ύπαιθρο όπου ακόμα καλά βαστούν, αλλά και στις πόλεις που τα σχολιαρόπουλα βγαίνουν στις γειτονιές και λένε τα Κάλαντα για ν’ αβγατίσουν το χαρτζιλίκι τους, περικομμένο κι αυτό λόγω της κρίσης!

«Τρίτη γιορτή μέσα στο Δωδεκαήμερο είναι τα Θεοφάνια ή τα Φώτα» –γράφει ο Δημ. Σ. Λουκάτος στα «χριστουγεννιάτικα και των γιορτών»– που μαζί με την ημέρα τ’ «Αγιασμού» και του Αϊ-Γιάννη δίνουν το τριήμερο της γιορτής των νερών. Ο Αγιασμός, έτσι μάλιστα όπως γίνεται με απότομο εξακοντισμό του Τιμίου Σταυρού από τους παπάδες, που βουτούν χλοερές πρασινάδες και άνθη μέσα στο ευλογημένο νερό, είναι μια πράξη καθαρμού, που πάει ν’ αποδιώξει από τη φύση κάθε δαιμονικό ή κάθε αντίπαλο στοιχείο του χειμώνα, τώρα που πλησιάζει η άνοιξη και μεγαλώνει η ημέρα. Το ξημέρωμα του Αγιασμού (χθες, 5 Ιανουαρίου, μέρα που λένε τα κάλαντα τα παιδιά στα σπίτια, όσα τα ξέρουν, κι ευτυχώς στο Google αναγράφονται πέντε παραλλαγές για τα κάλαντα των Φώτων!) στις εκκλησιές γίνεται σχεδόν νυχτερινή ακολουθία κι ύστερα, από το χάραμα –γράφει ο Δημ. Σ. Λουκάτος– γυρίζουν οι παπάδες με το πετραχήλι και με την καλλιτεχνική αγιαστήρα στα σπίτια και στα μαγαζιά της ενορίας τους ψάλλοντας το «εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου, Κύριε»! Παρένθεση: στην Αθήνα έχει προ πολλού εκλείψει το ωραίο αυτό έθιμο, ίσως γιατί πολλά μαγαζιά είναι κλειστά κι έρημα, αλλά και σε πολλά σπίτια είναι κλειστές οι πόρτες και οι καρδιές...

Εμείς, εδώ στο γραφείο τα είπαμε τα Κάλαντα, για να εξορίσουμε... τα παγανά, τις πονηρές ειδήσεις από τα γραπτά μας... «Σήμερον τα Φώτα και ο Φωτισμός / η χαρά μεγάλη κι ο αγιασμός, / κάτω στον Ιορδάνη τον ποταμό / κάθεται η κυρά μας η Παναγιά. / Οργανο βαστάει, κερί κρατεί και τον Αϊ-Γιάννη παρακαλεί. / Αϊ-Γιάννη αφέντη και Βαπτιστή βάπτισε κι εμένα Θεού παιδί...» Και του χρόνου και εις Ετη Πολλά, και του «Σημειωματαρίου» που, αισίως, μπήκε στα 27 χρόνια, και της Κυράς μας της «Καθημερινής». Κατηφορίζοντας για τις γραμμές αυτές, παραμονή των Φώτων, ο ουρανός πάνω από τον Κηφισό ήταν ένα θέαμα αλησμόνητο, ένας φωτεινός θόλος με μια λάμψη, σαν αστραπή, στη θέση του ήλιου πίσω από τα ανάλαφρα σύννεφα! Η Αττική έχει τον τρόπο της να γιορτάζει στις μεγάλες γιορτές, κι αυτός ο καλός μας ο καιρός, μέσα στη βαρυχειμωνιά, στους αποκλεισμένους δρόμους, στις πλημμύρες του άλλου κόσμου, ανοίγει ένα παράθυρο στην αισιοδοξία. Στον τοίχο, αριστερά, στην οδό Πειραιώς, με μαύρα γράμματα το «Βασανίζομαι», η κραυγή με σπρέι και τρία αποσιωπητικά –που έγραψε στις Προ-Βολές η Σελάνα Βροντή– είναι ο αντίλογος.



Eκτύπωση | e-mail