Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2011




Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2011

Να κρατήσουμε τα σχολεία ανοιχτά, ζωντανά

Γιατί θέλετε να κάνετε κατάληψη; Για να χάσουμε μάθημα χωρίς να πάρουμε απουσίες. Οι πιο ειλικρινείς και συνειδητοποιημένοι μαθητές των λυκείων, περιγράφουν με ακρίβεια το βαθύτερο κίνητρο των καταλήψεων: είναι η αθώα κοπάνα, σύμφυτη της εφηβικής συμπεριφοράς, γνωστή σε όλους. Ολοι υπήρξαν έφηβοι και μαθητές, όλοι γνωρίζουν την επιθυμία απόδρασης από το σχολικό πρόγραμμα, τη μύηση στην περιπλάνηση, το διάλειμμα ενός μικρού ρεμπελιού. Οι γενιές των Πανελληνίων έχουν βιώσει επιπλέον το λύκειο σαν τη βάρβαρη άγονη ανηφόρα των Πανελληνίων, που καίει το σχολείο και τη δημιουργική μάθηση.

Κοπάνα, λοιπόν. Θεμιτή. Ας κάνουν κοπάνα τα παιδιά, πάντα κάνουν. Αλλά πόσο θεμιτή και ωφέλιμη είναι η κατάληψη του σχολείου σήμερα, τον βαρύ χειμώνα του 2011, στην άγρια δοκιμαζόμενη Ελλάδα της χρεοκοπίας; Ποιος ωφελείται από το νεκρό δημόσιο σχολείο, όταν μάλιστα φέτος αυτό το σχολείο πιέζεται πολλαπλώς και αφόρητα από περικοπές προσωπικού, καθυστερήσεις βιβλίων, αλαλούμ μεταθέσεων, αλαφιασμένους νεόπτωχους καθηγητές, ταλαιπωρημένους ή άνεργους γονείς;

Ας το πούμε: στο σκοτεινό παρόν της Ελλάδας, το σχολείο μπορεί και πρέπει να μείνει ένα λιμάνι υπήνεμο, όσο είναι δυνατόν, όπου θα σφυρηλατείται ένα άλλο μέλλον. Οι έφηβοι μαθητές πρέπει να παραμείνουν προφυλαγμένοι από την κοινωνική τρικυμία, συγκεντρωμένοι στη μάθηση και στο παιχνίδι, να βιώσουν με τους όρους τους το πέρασμά τους στην ενηλικίωση. Αλλά όχι με αυτές τις άγονες ρουτινιάρικες καταλήψεις, που ανοίγουν τον δρόμο για βάνδαλους και ναρκέμπορους: όχι παντού, όχι πάντα, αλλά γνωρίζουμε πια ότι οι 15χρονοι και 16χρονοι δεν ξενυχτάνε στα σχολεία τους για να τα περιφρουρήσουν από εξωσχολικά στοιχεία. Μόλις κουραστούν και νυστάξουν, θα πάνε σπίτι να κοιμηθούν, και θα αφήσουν το σχολείο τους ανυπεράσπιστο.

Αυτό ακριβώς, ο ανυπεράσπιστος δημόσιος χώρος, συνιστά ένα από τα μείζονα συμπτώματα της ελληνικής ασθένειας, κι αυτό οφείλουμε να αντιστρέψουμε στους εφήβους, στα παιδιά μας, με το ζωντανό μας παράδειγμα: να τα μάθουμε να σέβονται, να αγαπούν και να προστατεύουν τον δημόσιο χώρο, σαν το σπίτι τους. Αυτό θα είναι και το σημείο ανάκαμψης για το συλλογικό ήθος, αυτό θα είναι και η έμπρακτη μεταμέλεια των προηγούμενων γενεών, ημών των γονέων.

Το λεηλατικό και πελατειακό κράτος υπέθαλψε την περιφρόνηση προς τον δημόσιο χώρο, τον πρόσφερε πλιάτσικο σε κλεπτοκρατικές ελίτ, βορά σε πειναλέους πελάτες. Η συρρίκνωση, η ταπείνωση, η υποβάθμιση του δημόσιου χώρου όμως είναι συρρίκνωση της Δημοκρατίας, φέρνει κοινωνική φτώχεια, ηθική ένδεια, βαθαίνει τα ταξικά χάσματα. Το βανδαλισμένο σχολείο, ο συμφυρμός ντίλερς και συμμοριών στα αθηναϊκά προαύλια μαζί με άπραγα παιδιά των λαϊκών και μεσαίων στρωμάτων απειλεί να αποσπάσει βίαια την Ελλάδα από την κοινωνική ειρήνη και να την οδηγήσει στην γκετοποίηση, στην ενδημική βία των φυλών και των νεανικών συμμοριών, κάτι ανάμεσα σε «Κουρδιστό Πορτοκάλι» και συμμορίες του Λος Αντζελες. Δεν απέχουμε πολύ, και η θύελλα της ύφεσης θα επιδεινώνει διαρκώς τα υλικά δεδομένα. Η αλβανοελληνική συμμορία των νεαρών και ανηλίκων με τα Καλάσνικοφ ήταν παιδιά της διπλανής πόρτας, λήστευαν και βίαζαν για πλάκα, χωρίς αίσθηση κινδύνου. Ζούσαν πλάι μας.

Εχουμε χίλιους λόγους να είμαστε εξοργισμένοι με το πολιτικό σύστημα που οδήγησε τη χώρα σε αυτό το χάλι. Και χίλιους τρόπους να αντιδράσουμε. Το κατειλημμένο, βανδαλισμένο σχολείο όμως δεν συνιστά λυσιτελή διαμαρτυρία. Απλώς ρημάζουμε ένα κύτταρο του κοινού μας σώματος πολύτιμο, ανεξαγόραστο. Κανείς πολιτικός δεν θα ιδρώσει, θα αφήσουν τα σχολεία να βουλιάξουν, όπως τα νοσοκομεία, τα γηροκομεία, τα κέντρα ψυχικής υγιεινής και απεξάρτησης, όπως τόσα άλλα πράγματα. Το κράτος που ξέραμε, ως δοχείο παραπόνων, απλώς δεν υπάρχει πια. Εσβησε. Το δημοκρατικό κράτος και τον δημόσιο χώρο οφείλουμε τώρα να τα υπερασπιστούμε εμείς, οι πολίτες, συντεταγμένα, δημοκρατικά. Κάθε κυψέλη του δημόσιου βίου πρέπει να μείνει ζωντανή και λειτουργική. Το σχολείο είναι από τις πολυτιμότερες. Αυτό το δημόσιο σχολείο, που απαξιώθηκε και συκοφαντήθηκε και παραμελήθηκε, με ευθύνη συχνά και των δασκάλων και των γονιών, το σχολείο που μισήθηκε από τα παιδιά σαν κάτεργο και διάδρομος προς ΑΕΙ, αυτό το σχολείο πρέπει να το φυλάξουμε σαν τη φωτιά του Προμηθέα.

Να κάνουν κοπάνα τα παιδιά. Να περάσουν τις μυητήριες τελετές τους οι έφηβοι. Αλλά στην παρούσα στενωπό, τούτο τον σκληρό χειμώνα του 2011-12, ας σταθούμε πλάι τους, γονείς και δάσκαλοι, για να κρατήσουν τα σχολεία τους ανοιχτά, ζωντανά, δημιουργικά, παιγνιώδη, εκκολαπτήρια για τη νέα Ελλάδα.

Κυριακή 16 Ιανουαρίου 2011

100 Χρόνια Παπαδιαμάντης


Πολύ καλή η δημοσίευση άρθρων στο φύλλο της 16/1/2011 της "Καθημερινής" για το μεγάλο πατέρα των Γραμμάτων. Ενδεικτικό το ακόλουθο του φίλου Ν. Ξυδάκη:
Ζωή σαν ηθογραφία
Νίκος Γ. Ξυδάκης

Είχα την τύχη να ακούσω Παπαδιαμάντη στο εξατάξιο γυμνάσιο και να διδαχθώ καθαρεύουσα και αρχαία. Δεν λάτρευα τα εις -μι ρήματα, αλλά τα διηγήματα του Σκιαθίτη-Αθηναίου έφερναν ρίγη ακατανόητα στην εφηβική ψυχή, σχεδόν ισοδυνάμως με τον Καρυωτάκη και το ροκ. Εκτοτε επιστρέφω συχνά. Αλλιώς. Διαρκώς.

Με τον καιρό, βυθίστηκα στην πρόζα του, τη μουρμουριστή και εμμελή, ακολούθησα το βλέμμα του πάνω στους ανθρώπους, το βλέμμα του που χαϊδεύει εταστικά λοφίσκους και γραΐδια, τον τρόπο με τον οποίο ιχνογραφεί απαλά το κοινό και το κύριο, εισέπνευσα το ψυχικό άρωμα της ακατακρισίας, της συμπόνιας, της συχώρεσης, της αγάπης. Με τον καιρό, άρχισα να σκέφτομαι ότι ο Παπαδιαμάντης μάς έμαθε να βλέπουμε τον τόπο που ζούμε, τον τρόπο που ζούμε, ανθρώπους αντινομικούς, παλαιούς, παράφορους, αλλοπρόσαλλους, δαιμονισμένους και άγιους, σοφούς, ανθρώπους που ζουν τη ζωή σαν ηθογραφία διάστικτη από ποταπότητα και μεγαλείο. Με τον καιρό, ένιωσα ότι ο Παπαδιαμάντης έβαλε στο ορατό φάσμα τον κόσμο μας με τρόπο συναρπαστικό και δυσχερή, τέτοιο που απαιτεί από τον αναγνώστη ένα ορισμένο ήθος, άσκηση, κόπο. Και, παραδόξως, ανεξιθρησκεία: ο ορθόδοξος και Ελλην Παπαδιαμάντης μάς ιστορεί σαν μείγματα φωνών και δοξασιών, σαν γοητευμένους από το νάι φερέοικου δερβίση, σαν συνδαιτυμόνες του δόκτορος Βουντ, σαν τον αντινομικό Κερκυραίο μπαρμπα-Πύπη, βαφτισμένο καθολικό μα πολέμιο του Πάπα, γαλουχημένο Δυτικό μα πολέμιο των Αγγλων, όστις τα «πατερμά του ήξευρε ρωμέικα» και τάμα είχε να κατεβαίνει πεζός ώς τον Πειραιά για την Ανάσταση.

Καθώς μας ιστορεί, μας διδάσκει· μάλλον, μας υποβάλλει αβίαστα να μας βλέπουμε πραγματικά, ένυλα, ιστορικά και ταυτοχρόνως να μας φανταζόμαστε υπέρτερους, να προβάλλουμε την αλήθεια μας πέραν του χαμηλού μας βίου, στον απέραντο γλαυκό ορίζοντα του πελάγους. Ακούγοντας τη σιγαλή, ψαλτική του πρόζα, μινύρισμα τρυγόνος και δοξολογία κορυδαλλού, μάθαμε να διακρίνουμε τη βαθύτερη ουσία των καταγωγικών ιχνών: ξωμάχοι, εργατικοί, μικροαστοί, τυχοδιώκτες, πλάνητες, αλαφροΐσκιωτοι, αγυιόπαιδες, αναδύθηκαν μπρος τα μάτια μας, έγιναν ορατοί, κι ήταν οι δικοί μας άνθρωποι, γονείς και γείτονες· καδραρισμένοι σε τοπία ξάφνου ορατά, φωτισμένα αλλιώς, τοπία που έμεναν αθέατα, ασυναίσθητα - ελαιώνες, ακρωτήρια, λιμάνια, κρασοπουλιά, καφενεία, τελωνεία, λοιμοκαθαρτήρια, μαχαλάδες, περιβόλια, αμπέλια, λαγκάδια, ναΐσκοι, αρσανάδες... Κι ήταν ο δικός μας κόσμος, τόσο σύνθετος, τόσο πλούσιος, όσο ο κόσμος του Μπαλζάκ, του Φλωμπέρ, του Τσέχωφ, του Ντοστογιέφσκι. Κόσμος που αξίζει να ζεις και να τον παλεύεις, χωρίς βαρυγκώμιες και συμπλέγματα, κόσμος φιλόσοφος και αναστοχαστικός. Χωρίς εκβιασμένα ηθικά διδάγματα, αλλά με βαθιά ενσυναίσθηση: «Ο γερο-Φραγκούλης επίστευε και έκλαιεν... Ω, ναι, ήτον άνθρωπος ασθενής· ηγάπα και ημάρτανε και μετενόει...».

Πέμπτη 6 Ιανουαρίου 2011

ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ ΣΕ ΜΙΑ ΞΕΧΑΣΜΕΝΗ ΓΩΝΙΑ

Τα Αγια Θεοφάνια του Σωτήρος Χριστού, μεγάλη εορτή της Ορθοδοξίας – ο Αγιασμός των Υδάτων, έθιμα, παράδοση με τη σημασία τους...


Φως εκ φωτός... Παιχνίδι του φακού ή μήπως το άνοιγμα της φωτεινής αυλαίας του ουρανού για τη σημερινή μεγάλη εορτή της Ορθοδοξίας... Αριστερά η γέφυρα του Κηφισού, δεξιά ο Σαρωνικός (φωτο Ελένη Μπίστικα, 2011).
Tης Eλενης Mπιστικα

Αγιαστούρα που τους χρειάζεται, των καλικαντζαραίων, όποιοι κι αν είναι αυτοί! Μ’ αυτή τη νότα επικαιρότητας θα γιορτάσουμε από τη στήλη, κι εφέτος, τα Θεοφάνια, ανατρέχοντας, όπως κάθε χρόνο, στα σοφά βιβλία του καθηγητού της Λαογραφίας, αείμνηστου Δημ. Σ. Λουκάτου, από τη σειρά «Λαογραφία - Παράδοση» των Εκδόσεων Φιλιππότη. Σε περίοπτη θέση στη βιβλιοθήκη περιμένουν ν’ αναζητήσουμε τα έθιμα και τις παραδόσεις της Ελλάδας, στην ύπαιθρο όπου ακόμα καλά βαστούν, αλλά και στις πόλεις που τα σχολιαρόπουλα βγαίνουν στις γειτονιές και λένε τα Κάλαντα για ν’ αβγατίσουν το χαρτζιλίκι τους, περικομμένο κι αυτό λόγω της κρίσης!

«Τρίτη γιορτή μέσα στο Δωδεκαήμερο είναι τα Θεοφάνια ή τα Φώτα» –γράφει ο Δημ. Σ. Λουκάτος στα «χριστουγεννιάτικα και των γιορτών»– που μαζί με την ημέρα τ’ «Αγιασμού» και του Αϊ-Γιάννη δίνουν το τριήμερο της γιορτής των νερών. Ο Αγιασμός, έτσι μάλιστα όπως γίνεται με απότομο εξακοντισμό του Τιμίου Σταυρού από τους παπάδες, που βουτούν χλοερές πρασινάδες και άνθη μέσα στο ευλογημένο νερό, είναι μια πράξη καθαρμού, που πάει ν’ αποδιώξει από τη φύση κάθε δαιμονικό ή κάθε αντίπαλο στοιχείο του χειμώνα, τώρα που πλησιάζει η άνοιξη και μεγαλώνει η ημέρα. Το ξημέρωμα του Αγιασμού (χθες, 5 Ιανουαρίου, μέρα που λένε τα κάλαντα τα παιδιά στα σπίτια, όσα τα ξέρουν, κι ευτυχώς στο Google αναγράφονται πέντε παραλλαγές για τα κάλαντα των Φώτων!) στις εκκλησιές γίνεται σχεδόν νυχτερινή ακολουθία κι ύστερα, από το χάραμα –γράφει ο Δημ. Σ. Λουκάτος– γυρίζουν οι παπάδες με το πετραχήλι και με την καλλιτεχνική αγιαστήρα στα σπίτια και στα μαγαζιά της ενορίας τους ψάλλοντας το «εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου, Κύριε»! Παρένθεση: στην Αθήνα έχει προ πολλού εκλείψει το ωραίο αυτό έθιμο, ίσως γιατί πολλά μαγαζιά είναι κλειστά κι έρημα, αλλά και σε πολλά σπίτια είναι κλειστές οι πόρτες και οι καρδιές...

Εμείς, εδώ στο γραφείο τα είπαμε τα Κάλαντα, για να εξορίσουμε... τα παγανά, τις πονηρές ειδήσεις από τα γραπτά μας... «Σήμερον τα Φώτα και ο Φωτισμός / η χαρά μεγάλη κι ο αγιασμός, / κάτω στον Ιορδάνη τον ποταμό / κάθεται η κυρά μας η Παναγιά. / Οργανο βαστάει, κερί κρατεί και τον Αϊ-Γιάννη παρακαλεί. / Αϊ-Γιάννη αφέντη και Βαπτιστή βάπτισε κι εμένα Θεού παιδί...» Και του χρόνου και εις Ετη Πολλά, και του «Σημειωματαρίου» που, αισίως, μπήκε στα 27 χρόνια, και της Κυράς μας της «Καθημερινής». Κατηφορίζοντας για τις γραμμές αυτές, παραμονή των Φώτων, ο ουρανός πάνω από τον Κηφισό ήταν ένα θέαμα αλησμόνητο, ένας φωτεινός θόλος με μια λάμψη, σαν αστραπή, στη θέση του ήλιου πίσω από τα ανάλαφρα σύννεφα! Η Αττική έχει τον τρόπο της να γιορτάζει στις μεγάλες γιορτές, κι αυτός ο καλός μας ο καιρός, μέσα στη βαρυχειμωνιά, στους αποκλεισμένους δρόμους, στις πλημμύρες του άλλου κόσμου, ανοίγει ένα παράθυρο στην αισιοδοξία. Στον τοίχο, αριστερά, στην οδό Πειραιώς, με μαύρα γράμματα το «Βασανίζομαι», η κραυγή με σπρέι και τρία αποσιωπητικά –που έγραψε στις Προ-Βολές η Σελάνα Βροντή– είναι ο αντίλογος.



Eκτύπωση | e-mail