Δευτέρα 5 Νοεμβρίου 2012

καλό φθινόπωρο

Κάθε τοίχος είναι μία πόρτα εξόδου Tου Nικου Γ. Ξυδακη «Ενας σοφός της Ανατολής παρακαλούσε κάθε φορά τη θεότητα στην προσευχή του να τον απαλλάξει από το να ζήσει σε μια ενδιαφέρουσα εποχή. Επειδή εμείς δεν είμαστε σοφοί, η θεότητα δεν μας απάλλαξε κι έτσι ζουμε σε μια ενδιαφέρουσα εποχή. Εν πάση περιπτώσει, η εποχή μας δεν αφήνει περιθώριο να αδιαφορήσουμε γι’ αυτήν». Εγραφε ο Καμύ. Η εποχή μας είναι ενδιαφέρουσα, τόσο που μας γεμίζει φόβο, μας ωθεί με σφοδρότητα στη νοσταλγία του παρελθόντος, της αδιάφορης, αμέριμνης εποχής. Η ζωή κυλάει σαν βράχος πάνω μας, βαριά, αργή, συνθλίβουσα. Αγνώριστη, φέρουσα καταπλήξεις και πλήγματα, καταθλίβουσα. Και όσο κι αν μελαγχολείς, αυτή κυλάει, ποτάμι ορμητικό φουσκωμένο κι εσύ κλαράκι· μόνο αν αφεθείς έχεις ελπίδα να γλιτώσεις. Ανασύρεις από τα προ κρίσεως χρόνια, μια μελαγχολική στάση, καθώς αργόσβηνε μια εποχή, ήταν 2005: «Είσαι ένα κλαράκι, μπορεί κομψό, κι ανθεκτικό ίσως, μα κλαράκι – και αρμενίζεις ανεξέλεγκτα στα νερά του ποταμού. Οσο πιο νέος, τόσο πιο χαρίεν το κλαράκι, τόσο πιο παιγνιώδες το αρμένισμα, οι πτώσεις στον καταρράκτη, οι προσκρούσεις στις όχθες. Οσο μεγαλώνεις, οι πτώσεις πονάνε, δυσκολεύεσαι να κρατήσεις το κεφάλι έξω απ’ το νερό, η ανάσα λιγοστεύει. Το ποτάμι, θολό. Το ποτάμι, ο χρόνος. Σε διαπερνά το πέρας, αισθάνεσαι ότι η ροή κάπου τελειώνει για σένα, σε περιμένει η εκβολή, στο σχεδόν ορατό βάθος περιμένει η θάλασσα.» Είμαστε σε θάλασσα τώρα, φουρτουνιασμένη. Ολες οι καταιγίδες, σαν μία, δέρνουν το γυμνό κλαράκι. Πίσω από το αμήχανο μουρμουρητό του 2005, ακούω απόηχους προπατόρων, τον Διονύση Σαββόπουλο και πίσω κι απ’ αυτόν, τον Μανόλη Αναγνωστάκη και τον Αρη Αλεξάνδρου: «Η ζωή αλλάζει δίχως να κοιτάζει / τη δική σου μελαγχολία / κι έρχεται η στιγμή για ν’ αποφασίσεις / με ποιους θα πας και ποιους θ’ αφήσεις» (Δ. Σ., «Οι παλιοί μας φίλοι»). «Το θέμα είναι τώρα τι λες / Καλά φάγαμε καλά ήπιαμε / Καλά τη φέραμε τη ζωή μας ώς εδώ / Μικροζημιές και μικροκέρδη συμψηφίζοντας // Το θέμα είναι τώρα τι λες» (Μ. Α., «Ο στόχος»). «Θα σκοντάφτεις και θα πέφτεις εδώ μες στα χαλάσματα / χαράζοντας γραμμές / εδώ θα επιμένεις δίχως βία / χωρίς ποτέ να καταφύγεις στη βολική απόγνωση / ποτέ στην περιφρόνηση» (Α. Α., «Θα επιμένεις»). Κρατάω αυτό: «Χωρίς ποτέ να καταφύγεις στη βολική απόγνωση / ποτέ στην περιφρόνηση». Ταιριάζει στη δική μας περίσταση· να μη γείρεις ούτε στη μια ούτε στην άλλη βολική εκδοχή, να μην παραδοθείς στις ευκολίες της θρηνωδίας ή του μίσους. Δεν ακούς τέτοια στις τηλεοράσεις και στα Ιντερνετ, ούτε στους δρόμους. Ο δημόσιος χώρος πλημμυρίζει απόγνωση και περιφρόνηση, θλίψη, βαναυσότητα. Κεντάνε το πετσί μας. Παρ’ όλ’ αυτά, η ζωή δεν είναι μόνο αυτά, η ζωή ανθεί στα κρίσιμα διάκενα, ακόμη και τώρα. Ανατρέχω στον παντοτινά προσφιλή Αλμπέρ Καμύ, τον συντοπίτη μας της Μεσογείου, με την αγράμματη μάνα που τον έφτασε στο Νομπέλ. Πριν από περίπου μισόν αιώνα, το 1957, παραλαμβάνει το μεγάλο βραβείο και λέει στους συγκαιρινούς του, τους ανθρώπους που έζησαν ολοκληρωτισμούς, γενοκτονίες και πολέμους: «Μπορούμε πάντα να αντιτάξουμε στην παρούσα κατάσταση τον θρήνο των ανθρωπιστών, να γίνουμε αυτό που ο Στέφαν Τροφίμοβιτς στους “Δαιμονισμένους” θέλει πάση θυσία να γίνει: η ενσάρκωση της μομφής. Μπορούμε να φτάσουμε, επίσης, σε εξάρσεις κοινωνικής θλίψης, όπως ο εν λόγω ήρωας. Αλλά η θλίψη αυτή δεν θα αλλάξει καθόλου την πραγματικότητα». Ανάμεσα στη μομφή και τη θλίψη, λοιπόν, στο μίσος και στην αυτοκατάργηση. Τι αντιπροτείνει ο Καμύ; «Κάθε τοίχος είναι μία πόρτα εξόδου, λέει σωστά ο Εμερσον. Ας μην ψάχνουμε αλλού την πόρτα εξόδου παρά στον τοίχο όπου είμαστε στριμωγμένοι. Αντιθέτως, ας αναζητήσουμε την ανάπαυλα εκεί όπου βρίσκεται, δηλαδή στο κέντρο της μάχης. Γιατί, κατ’ εμέ εκεί βρίσκεται. Οπως έχει ήδη ειπωθεί, οι μεγάλες ιδέες έρχονται αθόρυβα στον κόσμο σαν πάτημα περιστεράς. Αν τείνουμε ευήκοον ους, ίσως αφουγκραστούμε, λοιπόν, σαν απαλό θρόισμα φτερών εν τω μέσω της βοής αυτοκρατοριών και εθνών, τον τερπνό σαματά της ζωής και της ελπίδας. Αλλοι θα πουν ότι αυτή την ελπίδα τη φέρνει ένας λαός· άλλοι, ένας άνθρωπος. Πιστεύω, αντιθέτως, ότι αυτή η ελπίδα υποκινείται, αναπτερώνεται και συντηρείται από χιλιάδες μοναχικούς, η δράση και το έργο των οποίων αναιρούν καθημερινά τα σύνορα και τα πιο χονδροειδή προσχήματα της Ιστορίας, ώστε να λάμψει φευγαλέα η αενάως απειλούμενη αλήθεια που ο καθένας τρέφει, μες στις πίκρες και τις χαρές του, για το καλό όλων».

Κυριακή 12 Αυγούστου 2012

Η βελανιδιά, οι σύγχρονοι παραθεριστές, τα φωτοβολταϊκά κάτω από τον ήλιο

Αυτό το καλοκαίρι δεν μπορούμε να ’μαστε απλώς παραθεριστές. Δεν μπορούμε να περάσουμε ξώφαλτσα δίπλα στη Φύση. Είναι ανάγκη να πάρουμε κάποια διδάγματα απ’ ό,τι μας ξεπερνάει και μας αγκαλιάζει ταυτόχρονα. Είμαστε μέρος της Φύσης... Αυτά δεν λένε στους μαθητές τα βιβλία; Ομως τι είδους μέρος του όλου είμαστε, αφού δεν ξέρουμε τι να κάνουμε μέσα στο όλον; Η ύπαιθρος μάς γνέφει, μας κάνει πράσινα σινιάλα, αλλά εμείς μαγκωνόμαστε, λες και τα σήματα έρχονται από εξωγήινα πλάσματα. Ο σύγχρονος παραθεριστής οπισθοχωρεί μπροστά σε τέτοια καλέσματα, κι υπάρχουν μάλιστα στιγμές που το θρόισμα των φύλλων, το λίκνισμα του κλωναριού, το πέταγμα ενός πουλιού να του φαίνονται τόσο άσχετα με τις προσωπικές υποθέσεις του, ώστε να κλείνει τα παντζούρια του παραθύρου του για να βουλιάξει στη δική του, την αποκλειστικά ανθρώπινη ησυχία του. Αλλά το να έχεις στις βαλίτσες σου τις υποθέσεις σου και το να θέλεις να βρεις την ησυχία σου, είναι πράγματα ασυμβίβαστα μεταξύ τους. Παρ’ όλα αυτά, έξω από το παράθυρο ο άνεμος εξακολουθεί να πνέει, και τα νυχτοπούλια επιμένουν κάτι να λένε. Εάν ο παραθεριστής άκουγε τι διαμηνύουν, εάν ήθελε ν’ ανοίξει τ’ αυτιά του και ν’ ακούσει αυτούς τους ήχους που άνοιγαν πάντα τις πύλες της νύχτας, εάν το μυαλό δεχόταν ν’ αφεθεί σε ό,τι αινιγματικό υπάρχει γύρω του, τότε πραγματικά θα λέγαμε ότι το καλοκαίρι αρχίζει να ρέει στις φλέβες τού ανθρώπου. Υπάρχει λοιπόν εμπλοκή στον εγκέφαλο, εμπλοκή στο νευρικό σύστημα. Ολος ο οργανισμός σφίγγεται πάνω στις συνήθειές του, αρνείται να λυθεί. Απλώς να υπάρχει Το πρόβλημα του σύγχρονου παραθεριστή δεν είναι άλλο από μια δυσκολία στην αυτοεγκατάλειψη. Του είναι αδύνατο να παραδώσει τον εαυτό του σε δυνάμεις που δεν τις γνωρίζει καλά. Τι είναι γι’ αυτόν όλα τούτα τα φυτά και τα ζώα τριγύρω; Είναι ένας κόσμος που πιθανόν υπακούει σε νόμους, αλλά ο επισκέπτης της εξοχής έχει μάθει ότι οι νόμοι που διέπουν τη ζωή αυτών των πλασμάτων διαφέρουν από τους νόμους τους οποίους ο ίδιος «κατασκευάζει» για να ρυθμίζουν τις σχέσεις με τους ομοίους του. Ο άνθρωπος είναι για να κατασκευάζει, η Φύση είναι για να υπάρχει. Ετσι είπαν. Αλλά τι γίνεται όταν ο άνθρωπος νιώσει την ανάγκη να υπάρχει, χωρίς να φτιάχνει απολύτως τίποτα; Οταν δεν θέλει πια ο δραστήριος να είναι δραστήριος; Μια έντονη διάθεση μπορεί τότε να γεννηθεί. Είναι η ώρα του καλοκαιριού. Με όλους τους ιστούς του, με όλες τις ίνες του το κορμί παρακαλάει τον εγκέφαλο να του επιτρέψει να ξαπλώσει καταγής, να κυλιστεί στο χώμα, να μείνει εκεί ακίνητο. Τι λύτρωση! Θα ήταν ευλογία εάν ο καθένας μπορούσε να αφεθεί έτσι, κολλημένος σα σαλιγκάρι πάνω σ’ αυτό τον φλοιό που αποκάτω του τρίβονται πετρώματα, σχηματίζονται κρύσταλλοι, αναμειγνύονται κοχλαστά υγρά. Στο βάθος ο βρασμός, στην επιφάνεια η ηρεμία. Το κορμί του ξαπλωμένου παίρνει μέσα του και τα δύο στοιχεία, κι αυτό είναι τελικά το δώρο της Φύσης. Να μαθαίνει κανείς ότι η τάξη είναι καρπός του αγώνα και ότι κανένας αγώνας δεν έχει τη βιασύνη για σύμβουλο. Ας μείνουμε εκεί που βρισκόμαστε, με την πλάτη στο χώμα. Το συνηθίζαμε όταν ήμασταν μικροί, ύστερα το θεωρήσαμε παιδιάρισμα. Γυρίζουμε λίγο το κεφάλι. Τι βλέπουμε; Τίποτα δεν ανυπομονεί. Τίποτα δεν λουφάζει. Ολα κινούνται, όλα αναπνέουν, όλα δρουν σύμφωνα με τον εσωτερικό τους ρυθμό. Χορτάρια, ζουζούνια, έντομα. Ο βόμβος τους είναι ένα κουκούλι μέσα στο οποίο μπορείτε, αν θέλετε, να χωθείτε, κλείνοντας τα μάτια. Η παιδική μας μνήμη μας διαβεβαιώνει ότι δεν θα πάθουμε τίποτα εάν βυθισθούμε σ’ αυτή την ύπνωση που οδηγεί σε μονοπάτια σκιερά, παράξενα. Κρατήστε τα μάτια κλειστά. Βρισκόσαστε ανάμεσα στην ονειροπόληση και την αγαλλίαση. Ενα φύλλο πέφτει πάνω στο πρόσωπό σας. Αγγιγμα ανάερο, μια θωπεία στο κουρασμένο μέτωπο. Απαλά, ψιθυριστά όσα βλασταίνουν και όσα φτερουγίζουν εκεί κοντά, σας υποδέχονται, επιτέλους, σαν κάποιο αφοπλισμένο στρατιώτη που δεν βλέπει πια τον λόγο να οχυρώνεται στον εαυτό του, να κρύβεται ολόκληρος μέσα στην κάννη του τουφεκιού του. Μέχρι τώρα οσμιζόταν διαρκώς απειλές. Ομως τώρα, είναι χωρίς όπλα και χωρίς διάθεση να πολεμάει φαντάσματα. Λείπουν τα φαντάσματα όχι όμως και η φαντασία. Γιατί το δώρο που του έκανε η Φύση περιλαμβάνει εκτός από τη βαθιά ανάπαυση και τη διέγερση της φαντασίας του. Ο Παπαδιαμάντης Οποιος μένει αδρανής, γερμένος πάνω στο χώμα, διαποτίζεται αργά αργά με τους χυμούς εκείνους που κάνουν τους μύστες να μεθούν, να ξαναβρίσκουν μια διόραση που όσο περπατούσαν και όσο δούλευαν τους ήταν απαγορευμένη. Τώρα όμως βλέπουν διαφορετικά! Βλέπει ο οδοιπόρος που ξεκουράζεται κάτω από ένα δέντρο πως οι ρίζες του δέντρου αποτελούν τα κάτω άκρα ενός σώματος που το πάνω μέρος του είναι ο κορμός, και οι φυλλωσιές στα κλαδιά είναι η κόμη μιας ελκυστικής γυναίκας. Κάτω από τα κλειστά του βλέφαρα ξαναγράφεται εκείνο το διήγημα του Παπαδιαμάντη με το αγόρι που το μαγνήτιζε μια βελανιδιά. Κάποτε, είδε στον ύπνο του το δέντρο να παίρνει ανθρώπινη μορφή, να αποκτά φωνή και να του αναγγέλλει πως εάν ποτέ θελήσει κανείς να το αφανίσει, θα υποστεί βαριές συνέπειες. Το παιδί μεγάλωσε και ξενιτεύτηκε. Μετά από χρόνια, επιστρέφοντας πέρασε και από το μέρος εκείνο του προσκυνήματός του. Η βελανιδιά είχε χαθεί. Τον πληροφόρησαν πως ένας συγχωριανός του την είχε κόψει και πώς πολύ σύντομα στη συνέχεια βρήκε ο ίδιος άσχημο τέλος... Πνιγηρή ορθοφροσύνη Ιδού μια ιστορία από τα παλιά. Μήπως παραμιλάμε μες στο ντάλα μεσημέρι; Μήπως η κρίση μάς χτύπησε κατακέφαλα; Ναι, μπορεί κάποιοι να πουν ειρωνικά ότι υπάρχουν και τέτοια συμπτώματα, πως μετά την αποτυχία της λογικής έρχονται τα παραμύθια, τα πνεύματα και οι παραισθήσεις. Η ορθοφροσύνη μερικών είναι πιο πνιγηρή και από καύσωνα σε βαλτότοπο. Εμείς θα τους αγνοήσουμε και θα προτιμήσουμε να δροσιστούμε ακολουθώντας τον Σκιαθίτη ρεμβαστή. Στο νου μας, η χώρα μας παίρνει το σχήμα μιας γέρικης βελανιδιάς. Και σκεφτόμαστε, ότι αν το τσεκούρι των αλλαγών την κόψει για να στηθούν ανεξέλεγκτα στη θέση της φωτοβολταϊκά, εάν τον ήλιο τον έχουμε μόνο για να ζεσταίνει μέταλλα, τότε θα έλθει οπωσδήποτε και η εκδίκηση από τη μεριά του δέντρου. Το ξύλο δεν θα πάψει να διεκδικεί τη ζωή απ’ το αλουμίνιο. Και είναι πολύ πιο ανθεκτικό απ’ αυτό, μην το ξεχνάμε. Φαίνεται πως χρειάζονται και οι θρύλοι για να καταλάβουν κάποιοι σήμερα ότι ταυτίστηκαν με αυτό που τους φθείρει, πως έφθασαν να αγαπάνε την ίδια τους τη σκουριά!

Τετάρτη 18 Ιουλίου 2012

Φωτό διακοπών

Σύρος: Η Ερμούπολη από ψηλά