Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2009


AΠOΨH : Τα εορταστικά έθιμα και η λειτουργία τους
Της Χρυσουλας Χατζητακη-Καψωμενου*

Tα έθιμα των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς εντάσσονται στα λεγόμενα «διαβατήρια έθιμα» ή «έθιμα διάβασης», που πήραν αυτή την ονομασία επειδή σηματοδοτούν το «πέρασμα» από μια κατάσταση σε μια άλλη και συνδέονται με αλλαγές είτε στο επίπεδο του χρόνου, είτε του χώρου, είτε του βιολογικού ή κοινωνικού status του ανθρώπου.

Οπως και άλλα έθιμα, λ.χ. της γέννησης, του γάμου ή του θανάτου, έτσι και τα έθιμα των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς διαθέτουν έναν ισχυρό συμβολικό χαρακτήρα. Ο σπουδαίος Γάλλος κοινωνιολόγος, Εmile Durkheim, αναφερόμενος στη λειτουργία και στο ρόλο που διαδραματίζουν γενικότερα τα έθιμα και οι τελετουργίες μίλησε για συμβολικά συστήματα που λειτουργούν ως μηχανισμοί που συνέχουν τα άτομα μιας κοινωνίας μεταξύ τους υποβάλλοντας κοινά συναισθήματα. Τα διαβατήρια έθιμα καθιστούν συνειδητές τις αλλαγές που συντελούνται στη ζωή.

Ετσι, αν δεν υπήρχαν τα έθιμα της Πρωτοχρονιάς δεν θα συνειδητοποιούσαμε την αλλαγή του χρόνου την 1η Ιανουαρίου και τις εποχικές συνδηλώσεις της, ούτε θα συμμεριζόμασταν κοινά συναισθήματα και πεποιθήσεις για το συγκεκριμένο φαινόμενο με τα άτομα της κοινωνικής ομάδας στην οποία ανήκουμε (πβ. την διαφορετική χρονικά αλλαγή χρόνου και τις συνδηλώσεις της λ.χ. στους Κινέζους).

Βέβαια, στις παλαιότερες παραδοσιακές κοινωνίες ο εορταστικός βίος είχε πολύ μεγαλύτερη παρουσία από ό,τι στις σύγχρονες.

Οι κοινωνικές αλλαγές που συντελέστηκαν τα τελευταία χρόνια, η εύκολη διαπολιτισμική επικοινωνία μεταξύ των λαών, οι αλλαγές που επέφερε η τεχνολογία στη ζωή του ανθρώπου και η υιοθέτηση ενός κοινού, τουλάχιστον για τον δυτικό κόσμο, πολιτισμού που βασίζεται στον ορθολογισμό και δεν επιτρέπει τρόπους απόδρασης από τον καθημερινό μόχθο, έχουν καταστήσει ανενεργά πολλά παλαιά έθιμα που διαφοροποιούσαν τον έναν πολιτισμό από τον άλλο και, αναμφίβολα, προσέθεταν μια θεατρικότητα στη ζωή και μια ευεργετική ωραιοποίησή της, έστω και αν αυτή ήταν προσωρινή.

Ωστόσο, με κίνδυνο να χαρακτηριστώ επίορκος λαογράφος, θα έλεγα ότι η ακύρωση πολλών παλαιών εθίμων ήταν αναμενόμενο να συμβεί, εφόσον άλλαξαν οι κοινωνικές συνθήκες που τα δημιούργησαν.

Οι κοινωνίες των ανθρώπων μεταβάλλονται με τον χρόνο, πράγμα όχι μόνο αναπόφευκτο αλλά και ώς ένα βαθμό επιβεβλημένο για την επιβίωσή τους.

Από την άποψη αυτή δεν έχει νόημα να αισθηματοποιεί κανείς το παρελθόν ή να αγκιστρώνεται σε αυτό. Εκείνο που χρειάζεται είναι να εμβαθύνει στο περιεχόμενό του και να αποκομίζει γνώση - σε τελική ανάλυση, να διδάσκεται.
Οι λαϊκές παραδόσεις των εορτών και η αντοχή τους στο χρόνο
Ελάχιστα έθιμα επιβιώνουν στις μέρες μας και τα περισσότερα έχουν παραδοθεί αλλοιωμένα
Tης Γιωτας Μυρτσιωτη

Στα παιδικά Χριστούγεννα γυρνάει η σκέψη τούτες τις γιορτινές μέρες, σε έθιμα και τελετουργίες για τους παλαιότερους που τα βίωσαν μέσα από την τοπική παράδοση και τις λαϊκές δοξασίες με συνέπεια, χαμόγελο, ευφορία, προσμονή, και για τους νεότερους ως αφήγηση. Πλούσια η εθιμολογία των ημερών στη Βόρεια Ελλάδα από την Ηπειρο και τη Δυτική Μακεδονία ώς τη Θράκη, με ποικίλες θρησκειολογικές και εθνολογικές ερμηνείες, συμβολισμούς και ξεχωριστή σημασία -κοινωνική και οικονομική- αποτέλεσαν αντικείμενο επιστημονικής έρευνας στα νεότερα χρόνια.

Πασπαλισμένες σήμερα οι γιορτές του Δωδεκαημέρου από τη χρυσόσκονη της ευμάρειας, μ' ένα φύσημα ξεσκεπάζουν την «καρδιά» του πολιτισμού που γέννησε ήθη και έθιμα και τα μετέφερε από γενιά σε γενιά.

Ξενόφερτες συνήθειες εκτόπισαν τα λαϊκά έθιμα, ατόνησαν ή αλλοίωσαν την πρωτογενή τους μορφή. Ορισμένα διατηρούνται ώς τις μέρες μας, προσαρμοσμένα ωστόσο στις σύγχρονες κοινωνικές συνθήκες διαβίωσης, και άλλα επανήλθαν με νέες ονομασίες ως τουριστικές ατραξιόν για να ενισχύσουν την ισχνή οικονομία στις τοπικές κοινωνίες.

Τα χοιροσφάγια έγιναν πια «γουρουνοχαρές», εκδηλώσεις δηλαδή λαϊκής γιορτής που διοργανώνουν μικρές κοινότητες-ομπρέλα της τοπικής αυτοδιοίκησης. Το χοιρινό αντικαταστάθηκε από τις γεμιστές γαλοπούλες και η χριστουγεννιάτικη λειτουργία από τα ρεβεγιόν...

Οι φωτιές που άναβαν παραμονή των Χριστουγέννων στη Φλώρινα για να... ζεστάνουν το νεογέννητο, σύμφωνα με την παράδοση, εξακολουθούν να καίνε ώς τις μέρες μας αλλά άλλη σημασία έχουν πια, με ολονύχτια γλέντια και λαϊκά δρώμενα που προσελκύουν χιλιάδες επισκέπτες. Τα ντολμαδάκια, τα τυλιχτά «γιαπράκια» στη Μακεδονία και τη Θράκη, ιδιαίτερα στην Κοζάνη, που συμβολίζουν τα σπάργανα του Χριστού, δεν λείπουν από το χριστουγεννιάτικο τραπέζι ώς τις μέρες μας.

Πιστοί στην παράδοση παραμένουν οι μικροί «καλαντάρηδες», που όμως αντί για μικρά χριστόψωμα προσδοκούν ένα ικανοποιητικό χρηματικό φιλοδώρημα. Οσο και αν οι πλούσιες βιτρίνες χορταίνουν τον συναισθηματικό κόσμο παιδιών και μεγάλων, το παιχνίδι της αυτοσχέδιας μπάλας από τα σπλάχνα του χοίρου που διηγούνται οι παλαιότεροι εξακολουθεί να μένει ως νοσταλγική ανάμνηση στην ψυχή και την καρδιά τους.

Τον κύκλο του εορταστικού Δωδεκαημέρου σχολιάζουν ακροθιγώς οι αντιπαρατιθέμενοι σήμερα, αναφέροντας τα λαϊκά έθιμα που επιβιώνουν στις μέρες μας, αλλά και τους λόγους για τους οποίους τα περισσότερα έχουν εκλείψει.

Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2009

απόψεις με νόημα


Aποτυπωματα
Αν αυτό είναι το παιδί
Tης Mαριαννας Tζιαντζη

Η παιδική και η εφηβική ηλικία δεν ορίζονται μόνο βιολογικά, αλλά και με ιστορικούς, εργασιακούς, εκπαιδευτικούς, ακόμα και γεωγραφικούς όρους.

Τι συμβαίνει όμως όταν το παιδί ή ο έφηβος δεν μπαίνει στον κοινωνικό στίβο από την κύρια είσοδο, π.χ., μέσα από θεσμούς σαν τη Βουλή των Εφήβων ή τη Eurovision Junior, αλλά από το παράθυρο; Σοκ και δέος προκαλεί η πολύ μικρή ηλικία των διαδηλωτών της περασμένης Δευτέρας, των ειρηνικών και των ζωηρών. Ασφαλώς δεν πρόκειται για την πλειονότητα των μαθητών, όμως το γεγονός είναι ότι χιλιάδες ανήλικοι, στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις, βγήκαν στους δρόμους και ότι σήμερα η οργή εκδηλώνεται σε όλο και πιο νεαρές ηλικίες είτε εντός είτε εκτός του σπιτιού. «Θα ’μαι καλό παιδί, άριστος μαθητής, αρκεί στη διαδήλωση να σπάσεις ό,τι βρεις»: έτσι τραγούδησαν πολλά παιδιά το πασίγνωστο jingle για το παριζάκι. Δεν πρόκειται για πρόωρη πολιτικοποίηση, αλλά για άρνηση, απόρριψη, ασφυξία, για καταστάσεις που δεν γιατρεύονται με «προληπτικές προσαγωγές».

Κατά καιρούς δημοσιεύονται έρευνες που δείχνουν ότι μειώνεται η ηλικία της «πρώτης φοράς». Ολο και πιο μικροί οι νέοι δοκιμάζουν εξαρτησιογόνες ουσίες, νόμιμες ή παράνομες, ή παίρνουν ψυχοφάρμακα. Ολο και πιο μικρά τα παιδιά αποκτούν καταναλωτική ταυτότητα (ή μάλλον τους επιβάλλεται αυτή η ταυτότητα), όλο και πιο μικρά γνωρίζουν τον ανταγωνισμό και το φόβο καθώς, σε συνθήκες οικονομικής κρίσης, οι δικές μας ανασφάλειες μεταφυτεύονται σε άλλο ηλικιακό έδαφος.

Ταυτόχρονα, όλο και πιο μεγάλα τα «παιδιά» ολοκληρώνουν τις σπουδές τους, βρίσκουν προσωρινή ή μόνιμη δουλειά, αποκτούν οικονομική ανεξαρτησία, κάνουν οικογένεια. Σαν να συντελείται μια άτσαλη ενηλικίωση, μια μη γραμμική ωρίμανση, με ζιγκ ζαγκ, ανάμεσα σε χάδια και χαστούκια, ανάμεσα στην κολακεία και την εκμηδένιση.

Ποιος φταίει, ποιον θα μαστιγώσουμε σήμερα; Το κράτος, την αγορά, τον δάσκαλο, τους γονείς, την τηλεόραση, τα ίδια τα παιδιά; Εύκολο είναι το να μοιράζουμε ευθύνες και να μένουμε προσωρινά ικανοποιημένοι, αφού κάθε απόπειρα συλλογικής ανάληψης της ευθύνης είναι ρητορική και αδιέξοδη. Ολοι ένοχοι (που ισοδυναμεί με το όλοι αθώοι), όμως κάποιοι φέρουν μεγαλύτερη ευθύνη. Αλλη είναι η ευθύνη του «ασύνταχτου» δωδεκάχρονου που πετάει ένα νεράντζι στους αστυνομικούς και άλλη η ευθύνη της συντεταγμένης πολιτείας, ιδίως όσον αφορά τη δημόσια παιδεία.

Δύσκολο να μην αναρωτηθεί κανείς όχι σε τι κόσμο φέρνουμε ή θα φέρουμε τα παιδιά μας (ένα αιώνιο και άλλο τόσο κούφιο στερεότυπο), αλλά τι κόσμος είναι αυτός, ο σημερινός που μετατρέπει τα παιδιά σε δημόσιο κίνδυνο. Τα παιδιά τα δικά μας, τα κατά συνθήκη «καλά», όχι τα ξένα, τα άλλα.

Σπασμωδική, βίαιη είναι η ενηλικίωση των παιδιών, όπως κρυφά βίαιη είναι και η καθήλωση πολλών ενηλίκων σε ένα νηπιακό, παιδαριώδες στάδιο σκέψης ή μάλλον μη σκέψης. Οπως χάνονται οι ενδιάμεσες εποχές και από τον χλιαρό χειμώνα περνάμε σε ένα ορμητικό καλοκαίρι, έτσι τείνουν να χαθούν και οι διαφορετικές ηλικίες του ανθρώπου. Εδώ δεν εκπληρώνεται το όνειρο της αιώνιας νεότητας, αλλά ο εφιάλτης της αιώνιας ανωριμότητας και του μοντέρνου πρωτογονισμού.

Ο κόσμος των μικρών και των μεγάλων όχι μόνο συρρικνώνεται, αλλά γίνεται όλο και πιο κατακερματισμένος και εικονικός και ας επιλέγουμε ατομικά τα σκηνικά του σαν να πρόκειται για τα υλικά της πίτσας. Διαλέγουμε ελεύθερα την τραγανή ή την αφράτη βάση, όμως δεν μπορούμε να διαλέξουμε έναν κόσμο με τέσσερις διακριτές εποχές, με καθαρό χώμα, αέρα και νερό και με τίμια εργασία για όλους.

Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 2009

Κλιματική αλλαγή: ίσως είναι αργά για να την αποτρέψουμε
Tου Paul Kingsnorth* / The Guardian

Για λίγο φάνηκε ότι τα πράγματα μπορεί να έφτιαχναν. Στο δρόμο έξω από το σπίτι μου, που είχε μετατραπεί σε χείμαρρο, άρχισε πάλι να φαίνεται η άσφαλτος. Τα νερά που είχαν εισβάλει σε γειτονικά σπίτια, τώρα τραβιούνταν πίσω. Οι δρόμοι ήταν ακόμα κλεισμένοι, οι γέφυρες γκρεμισμένες, οι αγροί ακόμα λίμνες, αλλά φαινόταν ότι το χειρότερο είχε περάσει. Αρχισε όμως πάλι να βρέχει στην Κούμπρια, εδώ στην κεντρική Αγγλία, και όλοι περιμένουμε να δούμε πότε θα σταματήσει και τι θα αφήσει πίσω.

Δεν έχω ιδέα αν ο «ακραίος» καιρός που λυσσομανάει έξω από το παράθυρό μου έχει σχέση με την κλιματική αλλαγή, αλλά εκείνο που ξέρω είναι ότι το να τον περιγράφουμε σαν «ακραίο καιρικό φαινόμενο» δεν είναι πειστικό. Οι τελευταίες μεγάλες πλημμύρες εδώ συνέβησαν μόλις πριν από τέσσερα χρόνια\u0387 μερικοί άνθρωποι μόλις που είχαν συνέλθει, όταν χτυπήθηκαν πάλι την περασμένη εβδομάδα. Και αναρωτιέμαι πόσοι ακόμα άνθρωποι θα πρέπει να διασωθούν από τις στέγες των σπιτιών τους με στρατιωτικά ελικόπτερα, πόσοι αυτοκινητόδρομοι πρέπει να βουλιάξουν και πόσα σπίτια να βυθιστούν μέσα στο νερό προτού καταφέρουμε να αντιληφθούμε ότι το μέλλον δεν συμπεριφέρεται με τον τρόπο που είχαμε προβλέψει.

Υπάρχει μια στερεότυπη απάντηση σε μια κατάσταση όπως αυτή, που, ως περιβαλλοντολόγος, μπορεί να αναμενόταν ότι θα την υιοθετήσω. Είναι να πω ότι οι πλημμύρες αυτές αποτελούν μια προειδοποίηση για το τι θα συμβεί αν δεν μπορέσουμε επειγόντως να μειώσουμε τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου σε παγκόσμιο επίπεδο. Και να πω επίσης ότι η Σύνοδος της Κοπεγχάγης, σε λίγες μέρες, είναι ένα κρίσιμο σημείο καμπής και ότι πρέπει οπωσδήποτε να φτάσουμε σε μια συμφωνία για να σταματήσουμε την κλιματική αλλαγή.

Ξέρω όμως ότι δεν μπορώ να λέω πια τέτοια πράγματα\u0387 όχι γιατί έχω πάψει να πιστεύω στην ύπαρξη της κλιματικής αλλαγής, αλλά γιατί έχω πάψει να πιστεύω ότι μπορούμε να την αποτρέψουμε. Καθώς οι πολιτικοί ετοιμάζονται να πετάξουν προς την Κοπεγχάγη, δεν μπορώ να πάψω να σκέφτομαι το ταξίδι του Τσάμπερλεν στο Μόναχο το 1938. Οι πάντες έβλεπαν, τότε, τι επεφύλασσε το μέλλον: βρισκόταν εκεί, στους λόγους του Χίτλερ και στην άγρια επιθετικότητα που ήδη επιδείκνυε η Γερμανία. Κι όμως, ο Τσάμπερλεν έτρεφε ελπίδες για το καλύτερο. Γύρισε πίσω με μιαν άχρηστη συμφωνία και οι πάντες τον επευφημούσαν. Ηθελαν απελπισμένα να πιστέψουν ότι η ειρήνη ήταν εφικτή, ακριβώς επειδή προφανέστατα δεν ήταν.

Ισως όταν αποτύχει η Σύνοδος της Κοπεγχάγης, θα μας βοηθήσει να αποδεχτούμε ότι τα οράματά μας για το μέλλον είναι υπονομευμένα από ψεύτικες ελπίδες. Η κοινότοπη αφήγηση όσον αφορά την κλιματική αλλαγή λέει ότι, εάν καταφέρουμε να ληφθούν οι επείγουσες πολιτικές αποφάσεις που είναι απαραίτητες, και αν καταφέρουμε να παραγάγουμε γρήγορα αρκετά ηλεκτρικά αυτοκίνητα και ανεμογεννήτριες, μπορεί να «σταθεροποιήσουμε το κλίμα» και να συνεχίσουμε τη ζωή μας όπως πριν. Είναι μια αφήγηση βασισμένη πάνω σε μια ξεπερασμένη εμπιστοσύνη στις δυνατότητές μας και στην τεχνολογία μας, μια εμπιστοσύνη που ξεθωριάζει μπροστά στην οικολογική πραγματικότητα.

Εχουμε περιορίσει τρομακτικά τα δάση, έχουμε λεηλατήσει τους ωκεανούς, έχουμε εξαντλήσει το έδαφος, έχουμε επεκτείνει τον πληθυσμό μας σε σημείο που μόλις να μπορούμε να τραφούμε και έχουμε αλλάξει τη χημική σύνθεση της ατμόσφαιρας. Δεν υπάρχει γρήγορη γιατρειά σ’ αυτό, ίσως και καθόλου γιατρειά. Το σύστημά μας δεν είναι σχεδιασμένο για να το επιτρέψει. Μια οικονομία προκαθορισμένη να προχωράει προς την ακατάπαυστη ανάπτυξη δεν μπορεί να γίνει η μηχανή για μια αλλαγή που απαιτεί επειγόντως την επιβράδυνση του ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης. Οι δημοκρατίες που είναι προκαθορισμένες να δίνουν στους καταναλωτές πολίτες τους ό, τι αυτοί θέλουν, είναι ανίκανες να τους πουν τι δεν μπορούν να έχουν. Και η ψυχολογία μιας κουλτούρας που αντιδρά με φρίκη σε κάθε εμπόδιο στο δρόμο της καταναλωτικής ουτοπίας, δεν είναι σε θέση να ακολουθήσει έναν διαφορετικό δρόμο.

Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι ήρθε η συντέλεια του κόσμου. Ενα από τα άλλα προβλήματα της αφήγησης για την κλιματική αλλαγή είναι ότι προσφέρει μόνο δύο προοπτικές για το μέλλον: Σωτηρία του Κόσμου ή Αποκάλυψη Τώρα. Πιθανότατα δεν θα πραγματοποιηθεί καμιά από τις δύο προβλέψεις. Πιο ρεαλιστικό είναι το σενάριο ότι θα βιώσουμε κάτι που πολλές ανθρώπινες κοινωνίες του παρελθόντος έχουν βιώσει – μια οδυνηρή παρακμή έπειτα από μια περίοδο πληθωρικής επέκτασης.

Ακούμε πολλά για το έτος 2050: είναι μια βολική χρονολογία, για να κρεμάμε τις ελπίδες μας για μια «βιώσιμη κοινωνία», κάτι που έχει καταλήξει να σημαίνει εξακολούθηση της συνήθους οικονομικής δραστηριότητας, business as usual, αλλά χωρίς εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα. Φαίνεται πολύ πιο πιθανό ότι το 2050 θα κάνουμε εξορυκτικές έρευνες στις χωματερές μας για να βρούμε πολύτιμα μέταλλα και θα αγωνιζόμαστε να διατηρήσουμε αναμμένο το ηλεκτρικό, ενώ θα ονειρευόμαστε τους κοραλλιογενείς υφάλους που κάποτε άνθιζαν στους άδειους πια ωκεανούς.

Εχω την εντύπωση ότι η κάθοδος έχει ξεκινήσει. Μια φυσική κάθοδος, από την αφθονία των πετρελαϊκών αποθεμάτων και την κατασπατάληση των φυσικών πόρων, αλλά και μια ψυχολογική κάθοδος από την κορυφή των βολικών μας ψευδαισθήσεων. Ο κόσμος στο μέλλον δεν πρόκειται να είναι όπως κάποτε πιστέψαμε ότι θα ήταν. Και αν η Σύνοδος της Κοπεγχάγης αποτύχει και φέρει πιο κοντά μας αυτή την πραγματικότητα, τότε ίσως σε κάτι χρησιμεύσει. Μπορεί να μας βοηθήσει να καταλάβουμε ότι τα πάρκα ανεμογεννητριών, τα φωτοβολταϊκά και ο πράσινος καταναλωτισμός δεν είναι οι προάγγελοι ενός «οικολογικά βιώσιμου μέλλοντος» αλλά τα τελευταία αγκομαχητά ενός πληγωμένου θηρίου. Εχουμε λιγότερες πιθανότητες τώρα να κρατήσουμε επί σκηνής αυτή την παράσταση ψευδαισθήσεων απ’ όσο εμείς στην Κούμπρια να σταματήσουμε τις βροχές. Και στις δύο περιπτώσεις, θα αναγκαστούμε να μάθουμε να ζούμε με ό, τι έρχεται από τον ουρανό.

* Ο Πολ Κίνγκσνορθ είναι συγγραφέας, δημοσιογράφος και περιβαλλοντολόγος, με συμμετοχή σε πολλές περιβαλλοντικές και κοινωνικές δραστηριότητες. Εχει γράψει τα βιβλία «One No, Many Yeses» και «Real England», τη μελέτη «Your Countryside, Your Choice», και είναι συνιδρυτής του Dark Mountain Project (www. dark-mountain. net).