Δευτέρα 5 Νοεμβρίου 2012

καλό φθινόπωρο

Κάθε τοίχος είναι μία πόρτα εξόδου Tου Nικου Γ. Ξυδακη «Ενας σοφός της Ανατολής παρακαλούσε κάθε φορά τη θεότητα στην προσευχή του να τον απαλλάξει από το να ζήσει σε μια ενδιαφέρουσα εποχή. Επειδή εμείς δεν είμαστε σοφοί, η θεότητα δεν μας απάλλαξε κι έτσι ζουμε σε μια ενδιαφέρουσα εποχή. Εν πάση περιπτώσει, η εποχή μας δεν αφήνει περιθώριο να αδιαφορήσουμε γι’ αυτήν». Εγραφε ο Καμύ. Η εποχή μας είναι ενδιαφέρουσα, τόσο που μας γεμίζει φόβο, μας ωθεί με σφοδρότητα στη νοσταλγία του παρελθόντος, της αδιάφορης, αμέριμνης εποχής. Η ζωή κυλάει σαν βράχος πάνω μας, βαριά, αργή, συνθλίβουσα. Αγνώριστη, φέρουσα καταπλήξεις και πλήγματα, καταθλίβουσα. Και όσο κι αν μελαγχολείς, αυτή κυλάει, ποτάμι ορμητικό φουσκωμένο κι εσύ κλαράκι· μόνο αν αφεθείς έχεις ελπίδα να γλιτώσεις. Ανασύρεις από τα προ κρίσεως χρόνια, μια μελαγχολική στάση, καθώς αργόσβηνε μια εποχή, ήταν 2005: «Είσαι ένα κλαράκι, μπορεί κομψό, κι ανθεκτικό ίσως, μα κλαράκι – και αρμενίζεις ανεξέλεγκτα στα νερά του ποταμού. Οσο πιο νέος, τόσο πιο χαρίεν το κλαράκι, τόσο πιο παιγνιώδες το αρμένισμα, οι πτώσεις στον καταρράκτη, οι προσκρούσεις στις όχθες. Οσο μεγαλώνεις, οι πτώσεις πονάνε, δυσκολεύεσαι να κρατήσεις το κεφάλι έξω απ’ το νερό, η ανάσα λιγοστεύει. Το ποτάμι, θολό. Το ποτάμι, ο χρόνος. Σε διαπερνά το πέρας, αισθάνεσαι ότι η ροή κάπου τελειώνει για σένα, σε περιμένει η εκβολή, στο σχεδόν ορατό βάθος περιμένει η θάλασσα.» Είμαστε σε θάλασσα τώρα, φουρτουνιασμένη. Ολες οι καταιγίδες, σαν μία, δέρνουν το γυμνό κλαράκι. Πίσω από το αμήχανο μουρμουρητό του 2005, ακούω απόηχους προπατόρων, τον Διονύση Σαββόπουλο και πίσω κι απ’ αυτόν, τον Μανόλη Αναγνωστάκη και τον Αρη Αλεξάνδρου: «Η ζωή αλλάζει δίχως να κοιτάζει / τη δική σου μελαγχολία / κι έρχεται η στιγμή για ν’ αποφασίσεις / με ποιους θα πας και ποιους θ’ αφήσεις» (Δ. Σ., «Οι παλιοί μας φίλοι»). «Το θέμα είναι τώρα τι λες / Καλά φάγαμε καλά ήπιαμε / Καλά τη φέραμε τη ζωή μας ώς εδώ / Μικροζημιές και μικροκέρδη συμψηφίζοντας // Το θέμα είναι τώρα τι λες» (Μ. Α., «Ο στόχος»). «Θα σκοντάφτεις και θα πέφτεις εδώ μες στα χαλάσματα / χαράζοντας γραμμές / εδώ θα επιμένεις δίχως βία / χωρίς ποτέ να καταφύγεις στη βολική απόγνωση / ποτέ στην περιφρόνηση» (Α. Α., «Θα επιμένεις»). Κρατάω αυτό: «Χωρίς ποτέ να καταφύγεις στη βολική απόγνωση / ποτέ στην περιφρόνηση». Ταιριάζει στη δική μας περίσταση· να μη γείρεις ούτε στη μια ούτε στην άλλη βολική εκδοχή, να μην παραδοθείς στις ευκολίες της θρηνωδίας ή του μίσους. Δεν ακούς τέτοια στις τηλεοράσεις και στα Ιντερνετ, ούτε στους δρόμους. Ο δημόσιος χώρος πλημμυρίζει απόγνωση και περιφρόνηση, θλίψη, βαναυσότητα. Κεντάνε το πετσί μας. Παρ’ όλ’ αυτά, η ζωή δεν είναι μόνο αυτά, η ζωή ανθεί στα κρίσιμα διάκενα, ακόμη και τώρα. Ανατρέχω στον παντοτινά προσφιλή Αλμπέρ Καμύ, τον συντοπίτη μας της Μεσογείου, με την αγράμματη μάνα που τον έφτασε στο Νομπέλ. Πριν από περίπου μισόν αιώνα, το 1957, παραλαμβάνει το μεγάλο βραβείο και λέει στους συγκαιρινούς του, τους ανθρώπους που έζησαν ολοκληρωτισμούς, γενοκτονίες και πολέμους: «Μπορούμε πάντα να αντιτάξουμε στην παρούσα κατάσταση τον θρήνο των ανθρωπιστών, να γίνουμε αυτό που ο Στέφαν Τροφίμοβιτς στους “Δαιμονισμένους” θέλει πάση θυσία να γίνει: η ενσάρκωση της μομφής. Μπορούμε να φτάσουμε, επίσης, σε εξάρσεις κοινωνικής θλίψης, όπως ο εν λόγω ήρωας. Αλλά η θλίψη αυτή δεν θα αλλάξει καθόλου την πραγματικότητα». Ανάμεσα στη μομφή και τη θλίψη, λοιπόν, στο μίσος και στην αυτοκατάργηση. Τι αντιπροτείνει ο Καμύ; «Κάθε τοίχος είναι μία πόρτα εξόδου, λέει σωστά ο Εμερσον. Ας μην ψάχνουμε αλλού την πόρτα εξόδου παρά στον τοίχο όπου είμαστε στριμωγμένοι. Αντιθέτως, ας αναζητήσουμε την ανάπαυλα εκεί όπου βρίσκεται, δηλαδή στο κέντρο της μάχης. Γιατί, κατ’ εμέ εκεί βρίσκεται. Οπως έχει ήδη ειπωθεί, οι μεγάλες ιδέες έρχονται αθόρυβα στον κόσμο σαν πάτημα περιστεράς. Αν τείνουμε ευήκοον ους, ίσως αφουγκραστούμε, λοιπόν, σαν απαλό θρόισμα φτερών εν τω μέσω της βοής αυτοκρατοριών και εθνών, τον τερπνό σαματά της ζωής και της ελπίδας. Αλλοι θα πουν ότι αυτή την ελπίδα τη φέρνει ένας λαός· άλλοι, ένας άνθρωπος. Πιστεύω, αντιθέτως, ότι αυτή η ελπίδα υποκινείται, αναπτερώνεται και συντηρείται από χιλιάδες μοναχικούς, η δράση και το έργο των οποίων αναιρούν καθημερινά τα σύνορα και τα πιο χονδροειδή προσχήματα της Ιστορίας, ώστε να λάμψει φευγαλέα η αενάως απειλούμενη αλήθεια που ο καθένας τρέφει, μες στις πίκρες και τις χαρές του, για το καλό όλων».

Κυριακή 12 Αυγούστου 2012

Η βελανιδιά, οι σύγχρονοι παραθεριστές, τα φωτοβολταϊκά κάτω από τον ήλιο

Αυτό το καλοκαίρι δεν μπορούμε να ’μαστε απλώς παραθεριστές. Δεν μπορούμε να περάσουμε ξώφαλτσα δίπλα στη Φύση. Είναι ανάγκη να πάρουμε κάποια διδάγματα απ’ ό,τι μας ξεπερνάει και μας αγκαλιάζει ταυτόχρονα. Είμαστε μέρος της Φύσης... Αυτά δεν λένε στους μαθητές τα βιβλία; Ομως τι είδους μέρος του όλου είμαστε, αφού δεν ξέρουμε τι να κάνουμε μέσα στο όλον; Η ύπαιθρος μάς γνέφει, μας κάνει πράσινα σινιάλα, αλλά εμείς μαγκωνόμαστε, λες και τα σήματα έρχονται από εξωγήινα πλάσματα. Ο σύγχρονος παραθεριστής οπισθοχωρεί μπροστά σε τέτοια καλέσματα, κι υπάρχουν μάλιστα στιγμές που το θρόισμα των φύλλων, το λίκνισμα του κλωναριού, το πέταγμα ενός πουλιού να του φαίνονται τόσο άσχετα με τις προσωπικές υποθέσεις του, ώστε να κλείνει τα παντζούρια του παραθύρου του για να βουλιάξει στη δική του, την αποκλειστικά ανθρώπινη ησυχία του. Αλλά το να έχεις στις βαλίτσες σου τις υποθέσεις σου και το να θέλεις να βρεις την ησυχία σου, είναι πράγματα ασυμβίβαστα μεταξύ τους. Παρ’ όλα αυτά, έξω από το παράθυρο ο άνεμος εξακολουθεί να πνέει, και τα νυχτοπούλια επιμένουν κάτι να λένε. Εάν ο παραθεριστής άκουγε τι διαμηνύουν, εάν ήθελε ν’ ανοίξει τ’ αυτιά του και ν’ ακούσει αυτούς τους ήχους που άνοιγαν πάντα τις πύλες της νύχτας, εάν το μυαλό δεχόταν ν’ αφεθεί σε ό,τι αινιγματικό υπάρχει γύρω του, τότε πραγματικά θα λέγαμε ότι το καλοκαίρι αρχίζει να ρέει στις φλέβες τού ανθρώπου. Υπάρχει λοιπόν εμπλοκή στον εγκέφαλο, εμπλοκή στο νευρικό σύστημα. Ολος ο οργανισμός σφίγγεται πάνω στις συνήθειές του, αρνείται να λυθεί. Απλώς να υπάρχει Το πρόβλημα του σύγχρονου παραθεριστή δεν είναι άλλο από μια δυσκολία στην αυτοεγκατάλειψη. Του είναι αδύνατο να παραδώσει τον εαυτό του σε δυνάμεις που δεν τις γνωρίζει καλά. Τι είναι γι’ αυτόν όλα τούτα τα φυτά και τα ζώα τριγύρω; Είναι ένας κόσμος που πιθανόν υπακούει σε νόμους, αλλά ο επισκέπτης της εξοχής έχει μάθει ότι οι νόμοι που διέπουν τη ζωή αυτών των πλασμάτων διαφέρουν από τους νόμους τους οποίους ο ίδιος «κατασκευάζει» για να ρυθμίζουν τις σχέσεις με τους ομοίους του. Ο άνθρωπος είναι για να κατασκευάζει, η Φύση είναι για να υπάρχει. Ετσι είπαν. Αλλά τι γίνεται όταν ο άνθρωπος νιώσει την ανάγκη να υπάρχει, χωρίς να φτιάχνει απολύτως τίποτα; Οταν δεν θέλει πια ο δραστήριος να είναι δραστήριος; Μια έντονη διάθεση μπορεί τότε να γεννηθεί. Είναι η ώρα του καλοκαιριού. Με όλους τους ιστούς του, με όλες τις ίνες του το κορμί παρακαλάει τον εγκέφαλο να του επιτρέψει να ξαπλώσει καταγής, να κυλιστεί στο χώμα, να μείνει εκεί ακίνητο. Τι λύτρωση! Θα ήταν ευλογία εάν ο καθένας μπορούσε να αφεθεί έτσι, κολλημένος σα σαλιγκάρι πάνω σ’ αυτό τον φλοιό που αποκάτω του τρίβονται πετρώματα, σχηματίζονται κρύσταλλοι, αναμειγνύονται κοχλαστά υγρά. Στο βάθος ο βρασμός, στην επιφάνεια η ηρεμία. Το κορμί του ξαπλωμένου παίρνει μέσα του και τα δύο στοιχεία, κι αυτό είναι τελικά το δώρο της Φύσης. Να μαθαίνει κανείς ότι η τάξη είναι καρπός του αγώνα και ότι κανένας αγώνας δεν έχει τη βιασύνη για σύμβουλο. Ας μείνουμε εκεί που βρισκόμαστε, με την πλάτη στο χώμα. Το συνηθίζαμε όταν ήμασταν μικροί, ύστερα το θεωρήσαμε παιδιάρισμα. Γυρίζουμε λίγο το κεφάλι. Τι βλέπουμε; Τίποτα δεν ανυπομονεί. Τίποτα δεν λουφάζει. Ολα κινούνται, όλα αναπνέουν, όλα δρουν σύμφωνα με τον εσωτερικό τους ρυθμό. Χορτάρια, ζουζούνια, έντομα. Ο βόμβος τους είναι ένα κουκούλι μέσα στο οποίο μπορείτε, αν θέλετε, να χωθείτε, κλείνοντας τα μάτια. Η παιδική μας μνήμη μας διαβεβαιώνει ότι δεν θα πάθουμε τίποτα εάν βυθισθούμε σ’ αυτή την ύπνωση που οδηγεί σε μονοπάτια σκιερά, παράξενα. Κρατήστε τα μάτια κλειστά. Βρισκόσαστε ανάμεσα στην ονειροπόληση και την αγαλλίαση. Ενα φύλλο πέφτει πάνω στο πρόσωπό σας. Αγγιγμα ανάερο, μια θωπεία στο κουρασμένο μέτωπο. Απαλά, ψιθυριστά όσα βλασταίνουν και όσα φτερουγίζουν εκεί κοντά, σας υποδέχονται, επιτέλους, σαν κάποιο αφοπλισμένο στρατιώτη που δεν βλέπει πια τον λόγο να οχυρώνεται στον εαυτό του, να κρύβεται ολόκληρος μέσα στην κάννη του τουφεκιού του. Μέχρι τώρα οσμιζόταν διαρκώς απειλές. Ομως τώρα, είναι χωρίς όπλα και χωρίς διάθεση να πολεμάει φαντάσματα. Λείπουν τα φαντάσματα όχι όμως και η φαντασία. Γιατί το δώρο που του έκανε η Φύση περιλαμβάνει εκτός από τη βαθιά ανάπαυση και τη διέγερση της φαντασίας του. Ο Παπαδιαμάντης Οποιος μένει αδρανής, γερμένος πάνω στο χώμα, διαποτίζεται αργά αργά με τους χυμούς εκείνους που κάνουν τους μύστες να μεθούν, να ξαναβρίσκουν μια διόραση που όσο περπατούσαν και όσο δούλευαν τους ήταν απαγορευμένη. Τώρα όμως βλέπουν διαφορετικά! Βλέπει ο οδοιπόρος που ξεκουράζεται κάτω από ένα δέντρο πως οι ρίζες του δέντρου αποτελούν τα κάτω άκρα ενός σώματος που το πάνω μέρος του είναι ο κορμός, και οι φυλλωσιές στα κλαδιά είναι η κόμη μιας ελκυστικής γυναίκας. Κάτω από τα κλειστά του βλέφαρα ξαναγράφεται εκείνο το διήγημα του Παπαδιαμάντη με το αγόρι που το μαγνήτιζε μια βελανιδιά. Κάποτε, είδε στον ύπνο του το δέντρο να παίρνει ανθρώπινη μορφή, να αποκτά φωνή και να του αναγγέλλει πως εάν ποτέ θελήσει κανείς να το αφανίσει, θα υποστεί βαριές συνέπειες. Το παιδί μεγάλωσε και ξενιτεύτηκε. Μετά από χρόνια, επιστρέφοντας πέρασε και από το μέρος εκείνο του προσκυνήματός του. Η βελανιδιά είχε χαθεί. Τον πληροφόρησαν πως ένας συγχωριανός του την είχε κόψει και πώς πολύ σύντομα στη συνέχεια βρήκε ο ίδιος άσχημο τέλος... Πνιγηρή ορθοφροσύνη Ιδού μια ιστορία από τα παλιά. Μήπως παραμιλάμε μες στο ντάλα μεσημέρι; Μήπως η κρίση μάς χτύπησε κατακέφαλα; Ναι, μπορεί κάποιοι να πουν ειρωνικά ότι υπάρχουν και τέτοια συμπτώματα, πως μετά την αποτυχία της λογικής έρχονται τα παραμύθια, τα πνεύματα και οι παραισθήσεις. Η ορθοφροσύνη μερικών είναι πιο πνιγηρή και από καύσωνα σε βαλτότοπο. Εμείς θα τους αγνοήσουμε και θα προτιμήσουμε να δροσιστούμε ακολουθώντας τον Σκιαθίτη ρεμβαστή. Στο νου μας, η χώρα μας παίρνει το σχήμα μιας γέρικης βελανιδιάς. Και σκεφτόμαστε, ότι αν το τσεκούρι των αλλαγών την κόψει για να στηθούν ανεξέλεγκτα στη θέση της φωτοβολταϊκά, εάν τον ήλιο τον έχουμε μόνο για να ζεσταίνει μέταλλα, τότε θα έλθει οπωσδήποτε και η εκδίκηση από τη μεριά του δέντρου. Το ξύλο δεν θα πάψει να διεκδικεί τη ζωή απ’ το αλουμίνιο. Και είναι πολύ πιο ανθεκτικό απ’ αυτό, μην το ξεχνάμε. Φαίνεται πως χρειάζονται και οι θρύλοι για να καταλάβουν κάποιοι σήμερα ότι ταυτίστηκαν με αυτό που τους φθείρει, πως έφθασαν να αγαπάνε την ίδια τους τη σκουριά!

Τετάρτη 18 Ιουλίου 2012

Φωτό διακοπών

Σύρος: Η Ερμούπολη από ψηλά

Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2011




Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2011

Να κρατήσουμε τα σχολεία ανοιχτά, ζωντανά

Γιατί θέλετε να κάνετε κατάληψη; Για να χάσουμε μάθημα χωρίς να πάρουμε απουσίες. Οι πιο ειλικρινείς και συνειδητοποιημένοι μαθητές των λυκείων, περιγράφουν με ακρίβεια το βαθύτερο κίνητρο των καταλήψεων: είναι η αθώα κοπάνα, σύμφυτη της εφηβικής συμπεριφοράς, γνωστή σε όλους. Ολοι υπήρξαν έφηβοι και μαθητές, όλοι γνωρίζουν την επιθυμία απόδρασης από το σχολικό πρόγραμμα, τη μύηση στην περιπλάνηση, το διάλειμμα ενός μικρού ρεμπελιού. Οι γενιές των Πανελληνίων έχουν βιώσει επιπλέον το λύκειο σαν τη βάρβαρη άγονη ανηφόρα των Πανελληνίων, που καίει το σχολείο και τη δημιουργική μάθηση.

Κοπάνα, λοιπόν. Θεμιτή. Ας κάνουν κοπάνα τα παιδιά, πάντα κάνουν. Αλλά πόσο θεμιτή και ωφέλιμη είναι η κατάληψη του σχολείου σήμερα, τον βαρύ χειμώνα του 2011, στην άγρια δοκιμαζόμενη Ελλάδα της χρεοκοπίας; Ποιος ωφελείται από το νεκρό δημόσιο σχολείο, όταν μάλιστα φέτος αυτό το σχολείο πιέζεται πολλαπλώς και αφόρητα από περικοπές προσωπικού, καθυστερήσεις βιβλίων, αλαλούμ μεταθέσεων, αλαφιασμένους νεόπτωχους καθηγητές, ταλαιπωρημένους ή άνεργους γονείς;

Ας το πούμε: στο σκοτεινό παρόν της Ελλάδας, το σχολείο μπορεί και πρέπει να μείνει ένα λιμάνι υπήνεμο, όσο είναι δυνατόν, όπου θα σφυρηλατείται ένα άλλο μέλλον. Οι έφηβοι μαθητές πρέπει να παραμείνουν προφυλαγμένοι από την κοινωνική τρικυμία, συγκεντρωμένοι στη μάθηση και στο παιχνίδι, να βιώσουν με τους όρους τους το πέρασμά τους στην ενηλικίωση. Αλλά όχι με αυτές τις άγονες ρουτινιάρικες καταλήψεις, που ανοίγουν τον δρόμο για βάνδαλους και ναρκέμπορους: όχι παντού, όχι πάντα, αλλά γνωρίζουμε πια ότι οι 15χρονοι και 16χρονοι δεν ξενυχτάνε στα σχολεία τους για να τα περιφρουρήσουν από εξωσχολικά στοιχεία. Μόλις κουραστούν και νυστάξουν, θα πάνε σπίτι να κοιμηθούν, και θα αφήσουν το σχολείο τους ανυπεράσπιστο.

Αυτό ακριβώς, ο ανυπεράσπιστος δημόσιος χώρος, συνιστά ένα από τα μείζονα συμπτώματα της ελληνικής ασθένειας, κι αυτό οφείλουμε να αντιστρέψουμε στους εφήβους, στα παιδιά μας, με το ζωντανό μας παράδειγμα: να τα μάθουμε να σέβονται, να αγαπούν και να προστατεύουν τον δημόσιο χώρο, σαν το σπίτι τους. Αυτό θα είναι και το σημείο ανάκαμψης για το συλλογικό ήθος, αυτό θα είναι και η έμπρακτη μεταμέλεια των προηγούμενων γενεών, ημών των γονέων.

Το λεηλατικό και πελατειακό κράτος υπέθαλψε την περιφρόνηση προς τον δημόσιο χώρο, τον πρόσφερε πλιάτσικο σε κλεπτοκρατικές ελίτ, βορά σε πειναλέους πελάτες. Η συρρίκνωση, η ταπείνωση, η υποβάθμιση του δημόσιου χώρου όμως είναι συρρίκνωση της Δημοκρατίας, φέρνει κοινωνική φτώχεια, ηθική ένδεια, βαθαίνει τα ταξικά χάσματα. Το βανδαλισμένο σχολείο, ο συμφυρμός ντίλερς και συμμοριών στα αθηναϊκά προαύλια μαζί με άπραγα παιδιά των λαϊκών και μεσαίων στρωμάτων απειλεί να αποσπάσει βίαια την Ελλάδα από την κοινωνική ειρήνη και να την οδηγήσει στην γκετοποίηση, στην ενδημική βία των φυλών και των νεανικών συμμοριών, κάτι ανάμεσα σε «Κουρδιστό Πορτοκάλι» και συμμορίες του Λος Αντζελες. Δεν απέχουμε πολύ, και η θύελλα της ύφεσης θα επιδεινώνει διαρκώς τα υλικά δεδομένα. Η αλβανοελληνική συμμορία των νεαρών και ανηλίκων με τα Καλάσνικοφ ήταν παιδιά της διπλανής πόρτας, λήστευαν και βίαζαν για πλάκα, χωρίς αίσθηση κινδύνου. Ζούσαν πλάι μας.

Εχουμε χίλιους λόγους να είμαστε εξοργισμένοι με το πολιτικό σύστημα που οδήγησε τη χώρα σε αυτό το χάλι. Και χίλιους τρόπους να αντιδράσουμε. Το κατειλημμένο, βανδαλισμένο σχολείο όμως δεν συνιστά λυσιτελή διαμαρτυρία. Απλώς ρημάζουμε ένα κύτταρο του κοινού μας σώματος πολύτιμο, ανεξαγόραστο. Κανείς πολιτικός δεν θα ιδρώσει, θα αφήσουν τα σχολεία να βουλιάξουν, όπως τα νοσοκομεία, τα γηροκομεία, τα κέντρα ψυχικής υγιεινής και απεξάρτησης, όπως τόσα άλλα πράγματα. Το κράτος που ξέραμε, ως δοχείο παραπόνων, απλώς δεν υπάρχει πια. Εσβησε. Το δημοκρατικό κράτος και τον δημόσιο χώρο οφείλουμε τώρα να τα υπερασπιστούμε εμείς, οι πολίτες, συντεταγμένα, δημοκρατικά. Κάθε κυψέλη του δημόσιου βίου πρέπει να μείνει ζωντανή και λειτουργική. Το σχολείο είναι από τις πολυτιμότερες. Αυτό το δημόσιο σχολείο, που απαξιώθηκε και συκοφαντήθηκε και παραμελήθηκε, με ευθύνη συχνά και των δασκάλων και των γονιών, το σχολείο που μισήθηκε από τα παιδιά σαν κάτεργο και διάδρομος προς ΑΕΙ, αυτό το σχολείο πρέπει να το φυλάξουμε σαν τη φωτιά του Προμηθέα.

Να κάνουν κοπάνα τα παιδιά. Να περάσουν τις μυητήριες τελετές τους οι έφηβοι. Αλλά στην παρούσα στενωπό, τούτο τον σκληρό χειμώνα του 2011-12, ας σταθούμε πλάι τους, γονείς και δάσκαλοι, για να κρατήσουν τα σχολεία τους ανοιχτά, ζωντανά, δημιουργικά, παιγνιώδη, εκκολαπτήρια για τη νέα Ελλάδα.

Κυριακή 16 Ιανουαρίου 2011

100 Χρόνια Παπαδιαμάντης


Πολύ καλή η δημοσίευση άρθρων στο φύλλο της 16/1/2011 της "Καθημερινής" για το μεγάλο πατέρα των Γραμμάτων. Ενδεικτικό το ακόλουθο του φίλου Ν. Ξυδάκη:
Ζωή σαν ηθογραφία
Νίκος Γ. Ξυδάκης

Είχα την τύχη να ακούσω Παπαδιαμάντη στο εξατάξιο γυμνάσιο και να διδαχθώ καθαρεύουσα και αρχαία. Δεν λάτρευα τα εις -μι ρήματα, αλλά τα διηγήματα του Σκιαθίτη-Αθηναίου έφερναν ρίγη ακατανόητα στην εφηβική ψυχή, σχεδόν ισοδυνάμως με τον Καρυωτάκη και το ροκ. Εκτοτε επιστρέφω συχνά. Αλλιώς. Διαρκώς.

Με τον καιρό, βυθίστηκα στην πρόζα του, τη μουρμουριστή και εμμελή, ακολούθησα το βλέμμα του πάνω στους ανθρώπους, το βλέμμα του που χαϊδεύει εταστικά λοφίσκους και γραΐδια, τον τρόπο με τον οποίο ιχνογραφεί απαλά το κοινό και το κύριο, εισέπνευσα το ψυχικό άρωμα της ακατακρισίας, της συμπόνιας, της συχώρεσης, της αγάπης. Με τον καιρό, άρχισα να σκέφτομαι ότι ο Παπαδιαμάντης μάς έμαθε να βλέπουμε τον τόπο που ζούμε, τον τρόπο που ζούμε, ανθρώπους αντινομικούς, παλαιούς, παράφορους, αλλοπρόσαλλους, δαιμονισμένους και άγιους, σοφούς, ανθρώπους που ζουν τη ζωή σαν ηθογραφία διάστικτη από ποταπότητα και μεγαλείο. Με τον καιρό, ένιωσα ότι ο Παπαδιαμάντης έβαλε στο ορατό φάσμα τον κόσμο μας με τρόπο συναρπαστικό και δυσχερή, τέτοιο που απαιτεί από τον αναγνώστη ένα ορισμένο ήθος, άσκηση, κόπο. Και, παραδόξως, ανεξιθρησκεία: ο ορθόδοξος και Ελλην Παπαδιαμάντης μάς ιστορεί σαν μείγματα φωνών και δοξασιών, σαν γοητευμένους από το νάι φερέοικου δερβίση, σαν συνδαιτυμόνες του δόκτορος Βουντ, σαν τον αντινομικό Κερκυραίο μπαρμπα-Πύπη, βαφτισμένο καθολικό μα πολέμιο του Πάπα, γαλουχημένο Δυτικό μα πολέμιο των Αγγλων, όστις τα «πατερμά του ήξευρε ρωμέικα» και τάμα είχε να κατεβαίνει πεζός ώς τον Πειραιά για την Ανάσταση.

Καθώς μας ιστορεί, μας διδάσκει· μάλλον, μας υποβάλλει αβίαστα να μας βλέπουμε πραγματικά, ένυλα, ιστορικά και ταυτοχρόνως να μας φανταζόμαστε υπέρτερους, να προβάλλουμε την αλήθεια μας πέραν του χαμηλού μας βίου, στον απέραντο γλαυκό ορίζοντα του πελάγους. Ακούγοντας τη σιγαλή, ψαλτική του πρόζα, μινύρισμα τρυγόνος και δοξολογία κορυδαλλού, μάθαμε να διακρίνουμε τη βαθύτερη ουσία των καταγωγικών ιχνών: ξωμάχοι, εργατικοί, μικροαστοί, τυχοδιώκτες, πλάνητες, αλαφροΐσκιωτοι, αγυιόπαιδες, αναδύθηκαν μπρος τα μάτια μας, έγιναν ορατοί, κι ήταν οι δικοί μας άνθρωποι, γονείς και γείτονες· καδραρισμένοι σε τοπία ξάφνου ορατά, φωτισμένα αλλιώς, τοπία που έμεναν αθέατα, ασυναίσθητα - ελαιώνες, ακρωτήρια, λιμάνια, κρασοπουλιά, καφενεία, τελωνεία, λοιμοκαθαρτήρια, μαχαλάδες, περιβόλια, αμπέλια, λαγκάδια, ναΐσκοι, αρσανάδες... Κι ήταν ο δικός μας κόσμος, τόσο σύνθετος, τόσο πλούσιος, όσο ο κόσμος του Μπαλζάκ, του Φλωμπέρ, του Τσέχωφ, του Ντοστογιέφσκι. Κόσμος που αξίζει να ζεις και να τον παλεύεις, χωρίς βαρυγκώμιες και συμπλέγματα, κόσμος φιλόσοφος και αναστοχαστικός. Χωρίς εκβιασμένα ηθικά διδάγματα, αλλά με βαθιά ενσυναίσθηση: «Ο γερο-Φραγκούλης επίστευε και έκλαιεν... Ω, ναι, ήτον άνθρωπος ασθενής· ηγάπα και ημάρτανε και μετενόει...».